- δρασκάζω
- δρασκ-άζω, ([etym.] διδράσκω)A attemptanescape, Lexap.Lys.10.17: prov., ἐν ἅλῳ δρασκάζεις, of those who 'bury their head in the sand', Zen. 3.74.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δρασκάζω — (Α) προσπαθώ να αποδράσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διδράσκω] … Dictionary of Greek
διδράσκω — (Α) δραπετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι διδράσκω, δρόμος, άδραστος, δραπέτης απαρτίζουν ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ ρίζα *der «τρέχω». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη μορφή τής ρίζας (παρεκτεταμένη με e∂2 : *dr e∂2 >)… … Dictionary of Greek
διαδρασκάσειεν — διά δρασκάζειν aor opt act 3rd sg διά δρασκάζω attemptanescape aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρασκάζειν — pres inf act (attic epic) δρασκάζω attemptanescape pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δρασκάζεις — δρασκάζειν pres ind act 2nd sg δρασκάζω attemptanescape pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδρασκάσαμεν — ἀπό δρασκάζειν aor ind act 1st pl ἀπό δρασκάζω attemptanescape aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)